- κεραυνοσκοπεῖον
- κεραυνοσκοπεῖονmachine for making thunderneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραυνοσκοπείον — κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α) μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπεῖον (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο σκοπείον, μετεωρο σκοπείον] … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek